- στρόφωμα
- -ώματος, τὸ, Α [στροφοῡμαι]1. μικρή στρόφιγγα, μικρός μεντεσές πόρτας2. σπόνδυλος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στρόφωμα — hinge neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στροφωμάτων — στρόφωμα hinge neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στροφώμασι — στρόφωμα hinge neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στροφώματα — στρόφωμα hinge neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στροφώματι — στρόφωμα hinge neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στροφωμάτιον — τὸ, Α [στρόφωμα] υποκορ. τού στρόφωμα* … Dictionary of Greek